- μέστωμα
- το налив, созревание; зрелость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μέστωμα — fullness neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέστωμα — το (Α μέστωμα) [μεστώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεστώνω, πλήρωση, γέμισμα νεοελλ. 1. (για καρπούς και δημητριακά) ωρίμαση, ωριμότητα, γίνωμα («το μέστωμα τού καλαμποκιού») 2. μτφ. η πάχυνση αρχ. αφθονία, πλησμονή … Dictionary of Greek
μέστωμα — το, ατος ωρίμασμα, μεγάλωμα: Το μέστωμα των φρούτων. – Το μέστωμα των παιδιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεστώμασι — μέστωμα fullness neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεστώματα — μέστωμα fullness neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέσμα — μέσμα, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μέστωμα» … Dictionary of Greek
σπόριασμα — το, Ν [σποριάζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σποριάζω, η ανάπτυξη σπόρων, η δημιουργία σπόρων 2. συνεκδ. το μέστωμα τών σπόρων ενός καρπού … Dictionary of Greek
τελείωση — η /τελείωσις, ώσεως, ΝΜΑ, και τελέωσις Α [τελειῶ, ώνω] 1. ολοκλήρωση, περάτωση («η τελείωση τού έργου») 2. η επίτευξη τής τελειότητας, το να κάνει τέλειο κάποιος κάτι ή το να γίνει τέλειος ο ίδιος (α. «η τελείωση τού ανθρώπου» β. «αἱ ἀρεταὶ… … Dictionary of Greek
ωριμότητα — η / ὡριμότης, ότητος, ΝΜΑ [ώριμος] (για καρπούς) η ιδιότητα ή η κατάσταση τού ώριμου, το μέστωμα νεοελλ. μτφ. (για πρόσ.) η κατάσταση πλήρους σωματικής ανάπτυξης και πνευματικής συγκρότησης … Dictionary of Greek
γούρμασμα — το το ωρίμασμα, το μέστωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)